- εὐρώστως
- D0-0-0-0-4=4 2 Mc 10,17; 12,27.35; Wis 8,1strongly, mightily
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εὐρώστως — εὔρωστος stout adverbial εὔρωστος stout masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)